πρωτοκάμαρος

πρωτοκάμαρος
-ον, Α
αυτός που κατέχει την πρώτη κάμαρα ή τον πρώτο θόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -κάμαρος (< καμάρα «θόλος, τοξοειδής αψίδα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”